bn:00046517n
Noun Concept
EL
άτομο  ατόμου
EL
Κάθε απλός ή μεμονωμένος οργανισμός που μπορεί να αποτελεί ύπαρξη, σε αντιδιαστολή προς το είδος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε απλός ή μεμονωμένος οργανισμός που μπορεί να αποτελεί ύπαρξη, σε αντιδιαστολή προς το είδος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations