bn:00046678n
Noun Concept
EL
διόγκωση  φούσκωμα
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διογκώνω, η αύξηση του όγκου ενός σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διογκώνω, η αύξηση του όγκου ενός σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet