bn:00046803n
Noun Concept
EL
δαντέλα  δαντελωτό κέντημα  inkle
EL
Είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά, μεταξωτά κ.τ.λ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθως σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές και χρησιμοποιείται κυρίως για διακοσμητικούς λόγους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά, μεταξωτά κ.τ.λ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθως σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές και χρησιμοποιείται κυρίως για διακοσμητικούς λόγους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
EL