bn:00046829n
Noun Concept
Categories: Θρησκευτική πίστη και δόγμα, Φιλοσοφικές έννοιες
EL
αθωότητα
EL
Κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι αθώος για κάποιο έγκλημα ή παράπτωμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι αθώος για κάποιο έγκλημα ή παράπτωμα Greek Open Multilingual WordNet
Η αθωότητα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει έλλειψη αισθήματος ενοχής σε σχέση με οποιοδήποτε έγκλημα ή αδικία. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata