bn:00046839n
Noun Concept
Categories: Βιοτεχνολογία, Εμβολιασμός
EL
εμβολιασμός  εμβολιασμό
EL
Ο όρος εμβολιασμός αναφερεται στην εισαγωγή εμβολίου σε οργανισμό με σκοπό την ανοσοποίησή του σε ορισμένη νόσο ή την ανάπτυξη και βελτίωση των δυνάμεων του ανοσοποιητικού του συστήματος. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο όρος εμβολιασμός αναφερεται στην εισαγωγή εμβολίου σε οργανισμό με σκοπό την ανοσοποίησή του σε ορισμένη νόσο ή την ανάπτυξη και βελτίωση των δυνάμεων του ανοσοποιητικού του συστήματος. Wikipedia
Η διαδικασία χορήγησης του εμβολίου στον οργανισμό Wikidata
Wikipedia
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations