Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00046870n
Noun Concept
Categories: Έντομα
EL
έντομα  έντομο  Insecta
See more
EL
Γενική ονομασία μικρών ζώων που έχουν αρθρωτά πόδια και σώμα εμφανέστατα διαχωρισμένο σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα, κοιλιά), και αποτελούν την πολυπληθέστερη ομοταξία του ζωικού βασιλείου (πρβ. αρθρόποδα) Greek Open Multilingual WordNet
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Γενική ονομασία μικρών ζώων που έχουν αρθρωτά πόδια και σώμα εμφανέστατα διαχωρισμένο σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα, κοιλιά), και αποτελούν την πολυπληθέστερη ομοταξία του ζωικού βασιλείου (πρβ. αρθρόποδα) Greek Open Multilingual WordNet
Τα έντομα είναι η πολυπληθέστερη και πιο πολυποίκιλη ομοταξία των αρθροπόδων αλλά και ολόκληρου του ζωικού βασιλείου, με τουλάχιστον ένα εκατομμύριο καταγεγραμμένα είδη - υπάρχουν περισσότερα είδη εντόμων απ' ό,τι το σύνολο όλων των υπόλοιπων ειδών. Wikipedia
ομοταξία αρθροπόδων Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations