bn:00046958n
Noun Concept
EL
δάσκαλος  δασκάλα  διδάσκαλος  εκπαιδευτής  διδασκάλισσα
EL
Πρόσωπο που διδάσκει επαγγελματικά, που έχει ως επάγγελμα τη διδασκαλία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πρόσωπο που διδάσκει επαγγελματικά, που έχει ως επάγγελμα τη διδασκαλία Greek Open Multilingual WordNet
Διδασκαλία είναι η μετάδοση γνώσης από έναν δάσκαλο προς κάποιον μαθητή με σκοπό την αφομοίωση της γνώσης αυτής από τον μαθητή, δηλαδή την μάθηση. Wikipedia