bn:00047052n
Noun Concept
EL
αλληλεπίδραση
EL
Αμοιβαία κίνηση ή πράξη, αμοιβαία επίδραση προσώπων, φαινομένων ή καταστάσεων Greek Open Multilingual WordNet
English:
discourse
Definitions
Relations
Sources
EL
Αμοιβαία κίνηση ή πράξη, αμοιβαία επίδραση προσώπων, φαινομένων ή καταστάσεων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations