bn:00047081n
Noun Concept
EL
μέρισμα  μερίδιο  συμφέρον  το ενδιαφέρον του
EL
Το νόμιμο μερίδιο από κάτι ή από τα κέρδη μιας εταιρείας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources