bn:00047082n
Noun Concept
EL
ομάδα  ομάδα συμφερόντων  ειδικά συμφέροντα  ομάδα λόμπι  ομάδα υπεράσπισης
EL
(συνήθως στον πληθυντικό) ένα κοινωνικό σύνολο του οποίου τα μέλη ελέγχουν κάποιον τομέα ή δραστηριότητα και οι οποίοι έχουν κοινούς στόχους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(συνήθως στον πληθυντικό) ένα κοινωνικό σύνολο του οποίου τα μέλη ελέγχουν κάποιον τομέα ή δραστηριότητα και οι οποίοι έχουν κοινούς στόχους Greek Open Multilingual WordNet