bn:00047730n
Noun Concept
EL
μονάδα  σημείο
EL
Κάθε χωριστό στοιχείο ενός συνόλου, το οποίο έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί αυτόνομα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε χωριστό στοιχείο ενός συνόλου, το οποίο έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί αυτόνομα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations