bn:00048463n
Noun Concept
EL
ταξίδι  ταξιδεύοντας
EL
Η μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον, συνήθως μακρινό, με τη χρήση μέσου μεταφοράς Greek Open Multilingual WordNet
English:
travel
Definitions
Relations
Sources
EL
Η μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον, συνήθως μακρινό, με τη χρήση μέσου μεταφοράς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations