bn:00048939n
Noun Concept
Categories: Οφθαλμολογικές παθήσεις, Διαταραχές του σκληρού χιτώνα και του κερατοειδούς
EL
κερατόκωνος  κερατόκωνο  κερατόκωνου
EL
Ο κερατόκωνος είναι διαταραχή του οφθαλμού, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την προοδευτική λέπτυνση και αύξηση της καμπυλότητας του κερατοειδούς χιτώνα. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο κερατόκωνος είναι διαταραχή του οφθαλμού, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την προοδευτική λέπτυνση και αύξηση της καμπυλότητας του κερατοειδούς χιτώνα. Wikipedia
Wikipedia
WordNet Translations
Wikipedia Translations