bn:00048951n
Noun Concept
EL
κερατίαση  υπερκεράτωση  κεράτωση
EL
Δερματική πάθηση κατά την οποία το εξωτερικό τμήμα της επιδερμίδας σκληραίνει υπερβολικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Δερματική πάθηση κατά την οποία το εξωτερικό τμήμα της επιδερμίδας σκληραίνει υπερβολικά Greek Open Multilingual WordNet
Ελαφρώς ή σημαντικά επηρμένες καλοήθεις κερατινοκυτταρικές βλάβες Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations