bn:00048985n
Noun Concept
EL
κλειδί
EL
Μικρό μεταλλικό αντικείμενο του οποίου το οδοντωτό συνήθως άκρο μπαίνει μέσα στην τρύπα της κλειδαριάς και καθώς περιστρέφεται δεξιά ή αριστερά κλειδώνει ή ξεκλειδώνει μια πόρτα, ένα συρτάρι κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό μεταλλικό αντικείμενο του οποίου το οδοντωτό συνήθως άκρο μπαίνει μέσα στην τρύπα της κλειδαριάς και καθώς περιστρέφεται δεξιά ή αριστερά κλειδώνει ή ξεκλειδώνει μια πόρτα, ένα συρτάρι κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations