bn:00049083n
Noun Concept
Categories: Νεφρός
EL
νεφρό  νεφρός  νεφρά  νεφροί  νεφρική
EL
Ένα από τα δύο όργανα της κοιλιακής χώρας, στο ύψος των τελευταίων οσφυϊκών σπονδύλων, τα οποία, έχουν σκούρο κόκκινο χρώμα και σχήμα φασολιού, μήκους περίπου 12 εκατοστών, διηθούν το αίμα και κατακρατούν νερό και επιβλαβείς ουσίες, με τα οποία παράγουν τα ούρα, τα οποία απομακρύνουν από τον οργανισμό μέσω του ουροποιητικού συστήματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα από τα δύο όργανα της κοιλιακής χώρας, στο ύψος των τελευταίων οσφυϊκών σπονδύλων, τα οποία, έχουν σκούρο κόκκινο χρώμα και σχήμα φασολιού, μήκους περίπου 12 εκατοστών, διηθούν το αίμα και κατακρατούν νερό και επιβλαβείς ουσίες, με τα οποία παράγουν τα ούρα, τα οποία απομακρύνουν από τον οργανισμό μέσω του ουροποιητικού συστήματος Greek Open Multilingual WordNet
Οι νεφροί είναι τα όργανα που είναι υπεύθυνα για την απομάκρυνση ουσιών από το αίμα μέσω της διαδικασίας της διήθησης αυτού, με αποτέλεσμα την παραγωγή των ούρων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations