Greek
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
Translate into...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
bn:00049083n
Noun Concept
Categories: Νεφρός
EL
νεφρό  νεφρός  νεφρά  νεφροί  νεφρική
See more
EL
Ένα από τα δύο όργανα της κοιλιακής χώρας, στο ύψος των τελευταίων οσφυϊκών σπονδύλων, τα οποία, έχουν σκούρο κόκκινο χρώμα και σχήμα φασολιού, μήκους περίπου 12 εκατοστών, διηθούν το αίμα και κατακρατούν νερό και επιβλαβείς ουσίες, με τα οποία παράγουν τα ούρα, τα οποία απομακρύνουν από τον οργανισμό μέσω του ουροποιητικού συστήματος Greek Open Multilingual WordNet
Quit
Change View
Definitions
Relations
Sources
Greek
More languages...
English
Arabic
Chinese
Dutch
French
German
Greek
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Korean
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
more...
EL
Ένα από τα δύο όργανα της κοιλιακής χώρας, στο ύψος των τελευταίων οσφυϊκών σπονδύλων, τα οποία, έχουν σκούρο κόκκινο χρώμα και σχήμα φασολιού, μήκους περίπου 12 εκατοστών, διηθούν το αίμα και κατακρατούν νερό και επιβλαβείς ουσίες, με τα οποία παράγουν τα ούρα, τα οποία απομακρύνουν από τον οργανισμό μέσω του ουροποιητικού συστήματος Greek Open Multilingual WordNet
Οι νεφροί είναι τα όργανα που είναι υπεύθυνα για την απομάκρυνση ουσιών από το αίμα μέσω της διαδικασίας της διήθησης αυτού, με αποτέλεσμα την παραγωγή των ούρων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations