bn:00049367n
Noun Concept
Categories: Κόμποι
EL
κόμπος  δέσιμο  κόμβων  κόμπο
EL
Είδος δεσίματος που σχηματίζεται στο σημείο όπου δένονται οι δύο άκρες ενός νήματος,σκοινιού κ.τ.λ. και το οποίο γίνεται τόσο σφιχτότερο,όσο πιο πολύ τεντώνουμε τις άκρες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος δεσίματος που σχηματίζεται στο σημείο όπου δένονται οι δύο άκρες ενός νήματος,σκοινιού κ.τ.λ. και το οποίο γίνεται τόσο σφιχτότερο,όσο πιο πολύ τεντώνουμε τις άκρες Greek Open Multilingual WordNet
Ο Κόμπος είναι σκόπιμη περίπλεξη σε σχοινί, η οποία γίνεται είτε για πρακτικούς είτε για διακοσμητικούς λόγους. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikipedia Translations