bn:00049616n
Noun Concept
EL
δακρυϊκός πόρος  δακρυϊκός σωλήνας  δακρυϊκού πόρου  δάκρυ αγωγό
EL
Κάθε ένας από τους δύο αγωγούς που φέρουν τα δάκρυα από τους δακρυϊκός αδένες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε ένας από τους δύο αγωγούς που φέρουν τα δάκρυα από τους δακρυϊκός αδένες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations