bn:00049654n
Noun Concept
EL
ξέφτι
EL
Καθένα από τα νήματα που κρέμονται από τα άκρα φθαρμένου υφάσματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα νήματα που κρέμονται από τα άκρα φθαρμένου υφάσματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet