bn:00050062n
Noun Concept
Categories: Αναπνευστικό σύστημα, Ανθρώπινη φωνή, Ανθρώπινη κεφαλή και λαιμός, Φωνητική
EL
λάρυγγας  laryngologist  λάρυγγα  φωνητικών χορδών
EL
(ανατομία) αναπνευστικό και φωνητικό όργανο στο επάνω μέρος του αναπνευστικού σωλήνα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ανατομία) αναπνευστικό και φωνητικό όργανο στο επάνω μέρος του αναπνευστικού σωλήνα Greek Open Multilingual WordNet
Ο λάρυγγας αποτελεί όργανο του αναπνευστικού συστήματος και συνέχεια του φάρυγγα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations