bn:00050302n
Noun Concept
EL
στρώμα
EL
(ειδικότ.) καθετί που καλύπτει ομοιόμορφα μια συνήθως εκτεταμένη επιφάνεια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ειδικότ.) καθετί που καλύπτει ομοιόμορφα μια συνήθως εκτεταμένη επιφάνεια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet