bn:00050317n
Noun Concept
EL
ενδιάμεση στάση  ενδιάμεσος σταθμός  στάση
EL
Η προσωρινή διακοπή, στάση της πορείας κάποιου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η προσωρινή διακοπή, στάση της πορείας κάποιου Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations