bn:00050351n
Noun Concept
EL
διάστιχο
EL
Τυπογραφικό στοιχείο, ειδική πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία, για να μεγαλώνει το διάστημα ανάμεσα σε δύο τυπογραφικές σειρές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τυπογραφικό στοιχείο, ειδική πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία, για να μεγαλώνει το διάστημα ανάμεσα σε δύο τυπογραφικές σειρές Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary