bn:00050393n
Noun Concept
EL
οφθαλμός  φύλλων οφθαλμός
EL
Όργανο του φυτού σε σχήμα μικρού εξογκώματος πάνω στο βλαστό, από το οποίο εκφύεται νέος βλαστός Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Όργανο του φυτού σε σχήμα μικρού εξογκώματος πάνω στο βλαστό, από το οποίο εκφύεται νέος βλαστός Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations