bn:00050567n
Noun Concept
EL
νόμιμο δικαίωμα  αναφαίρετα δικαιώματα  αναφαίρετο  αναφαίρετο δικαίωμα  απαράγραπτα δικαιώματα
EL
Δικαίωμα που στηρίζεται, που βασίζεται στο νόμο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources