bn:00050573n
Noun Concept
EL
νομιμοποίηση
EL
Διαδικασία κατά την οποία γίνεται νόμιμη μια πράξη ή μια κατάσταση που είχε γίνει ή είχε δημιουργηθεί, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Διαδικασία κατά την οποία γίνεται νόμιμη μια πράξη ή μια κατάσταση που είχε γίνει ή είχε δημιουργηθεί, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations