bn:00050583n
Noun Concept
Categories: Βαθμοφόροι ρωμαϊκού στρατού
EL
λεγεωνάριος  λεγεωνάριοι  ρωμαϊκή λεγεωνάριος
EL
Στρατιώτης που είναι μέλος μιας λεγεώνας (ειδικά της Γαλλικής Λεγεώνας των ξένων) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στρατιώτης που είναι μέλος μιας λεγεώνας (ειδικά της Γαλλικής Λεγεώνας των ξένων) Greek Open Multilingual WordNet
Ρωμαίος λεγεωνάριος ήταν επαγγελματίας στρατιώτης του Ρωμαϊκού στρατού. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
WordNet Translations