bn:00050660n
Noun Concept
EL
δανεισμός  δανεισμού
EL
Η παραχώρηση σε κάποιον και για ένα χρονικό διάστημα, χρηματικού ποσού, με δέσμευση του οφειλέτη να να το επιστρέψει στο δανειστή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η παραχώρηση σε κάποιον και για ένα χρονικό διάστημα, χρηματικού ποσού, με δέσμευση του οφειλέτη να να το επιστρέψει στο δανειστή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations