bn:00050668n
Noun Concept
EL
επιείκεια
EL
Η έλλειψη αυστηρότητας, η ένδειξη ελαστικότητας σε κάποιον που έχει κάνει κάποιο παράπτωμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η έλλειψη αυστηρότητας, η ένδειξη ελαστικότητας σε κάποιον που έχει κάνει κάποιο παράπτωμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet