bn:00050776n
Noun Concept
Categories: Τραυματισμοί, Επείγοντα ιατρικά περιστατικά, Οξύς πόνος
EL
πληγή  κάκωση  τραυματισμός  σοβαρής σωματικής βλάβης
EL
Σωματική βλάβη που προκαλείται με βίαιο τρόπο ή με απότομες κινήσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σωματική βλάβη που προκαλείται με βίαιο τρόπο ή με απότομες κινήσεις Greek Open Multilingual WordNet
Η πληγή είναι μία διαταραχή στην κανονική συνέχεια της επιδερμίδας που μπορεί να συνοδεύεται από απώλεια ιστού. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations