bn:00050904n
Noun Concept
Categories: Γλωσσολογία, Λεξικολογία, Λεξικογραφία
EL
λεξικογραφία  λεξικογραφική
EL
Η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις αρχές και τις μεθόδους συντάξεως ενός λεξικού εφαρμόζοντας τα διδάγματα της λεξικολογίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις αρχές και τις μεθόδους συντάξεως ενός λεξικού εφαρμόζοντας τα διδάγματα της λεξικολογίας Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος λεξικογραφία αναφέρεται στην επιστήμη που ασχολείται με τον τρόπο σύνταξης και γενικότερης δομής των λεξικών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations