bn:00050986n
Noun Concept
Categories: Εμπορικό Δίκαιο
EL
άδεια  Licensing  άδεια χρήσης  άδειες
EL
Μια άδεια είναι μια επίσημη άδεια ή άδεια να πραγματοποιηθεί ή να γίνει κάτι, ή να χρησιμοποιηθεί κάτι. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources