bn:00050987n
Noun Concept
EL
άδεια  έγκριση
EL
Η χορήγηση επίσημης, συνήθως γραπτής, άδειας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η χορήγηση επίσημης, συνήθως γραπτής, άδειας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary