bn:00051035n
Noun Concept
EL
τόπος  αντί  θέση
EL
Η λειτουργία ή η θέση που κανονικά καταλαμβάνεται από κάποιον άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η λειτουργία ή η θέση που κανονικά καταλαμβάνεται από κάποιον άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations