bn:00051174n
Noun Concept
Categories: Ξύλο, Φυτά, Πολυμερή
EL
λιγνίνη  ξυλοποίηση
EL
Σύνθετο πολυμερές το οποίο συνδεόμενο με την κυτταρίνη των ινών σκληραίνει και κάνει πιο ανθεκτικά τα κυτταρικά τοιχώματα των φυτών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σύνθετο πολυμερές το οποίο συνδεόμενο με την κυτταρίνη των ινών σκληραίνει και κάνει πιο ανθεκτικά τα κυτταρικά τοιχώματα των φυτών Greek Open Multilingual WordNet
Η λιγνίνη είναι φυσική ένωση που ανήκει σε μια κατηγορία πολύπλοκων οργανικών πολυμερών που σχηματίζουν τα κύρια δομικά συστατικά στους ιστούς των περισσότερων ανώτερων και κατώτερων φυτών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations