bn:00051295n
Noun Concept
EL
γραμμή
EL
Μία θέση στο χώρο που ορίζεται από αληθινά ή φανταστικά όρια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μία θέση στο χώρο που ορίζεται από αληθινά ή φανταστικά όρια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet