bn:00051362n
Noun Concept
EL
λινό
EL
Το ελαφρύ ύφασμα ή ένδυμα από ίνες λιναριού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ελαφρύ ύφασμα ή ένδυμα από ίνες λιναριού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Translations