bn:00051451n
Noun Concept
EL
λιπάση  ένζυμο αποικοδόμησης λιπών  λιπάσες  λιπάσης
EL
Ένζυμο το οποίο εκκρίνεται στην περιοχή πέψης και βοηθά στην διάσπαση των λιπών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένζυμο το οποίο εκκρίνεται στην περιοχή πέψης και βοηθά στην διάσπαση των λιπών Greek Open Multilingual WordNet
Ένζυμο υπεύθυνο για την διάσπαση τριγλυκεριδίων της τροφής Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations