bn:00051638n
Noun Concept
EL
μελανάδα
EL
Η κατάσταση, στην οποία περιέρχεται κάποιος και αποκτά μελανό χρώμα στο πρόσωπο εξαιτίας μεγάλης οργής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση, στην οποία περιέρχεται κάποιος και αποκτά μελανό χρώμα στο πρόσωπο εξαιτίας μεγάλης οργής Greek Open Multilingual WordNet
IS A
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet