bn:00051693n
Noun Concept
Categories: Αστικό Δίκαιο, Δανεισμός, Τραπεζική
EL
δάνειο  δανεισμός  Άτοκο δάνειο  Έντοκο δάνειο  Δανειακή σύμβαση
EL
Η προσωρινή προμήθεια χρημάτων (συνήθως με τόκο) Greek Open Multilingual WordNet
English:
bank
Definitions
Relations
Sources
EL
Η προσωρινή προμήθεια χρημάτων (συνήθως με τόκο) Greek Open Multilingual WordNet
Με την ονομασία δάνειο φέρεται ειδική διμερής σύμβαση, εξ ου και ο ταυτόσημος όρος δανειακή σύμβαση, όπου κατά τη συνομολόγησή της μεταβιβάζεται για κάποιο χρονικό διάστημα η κυριότητα χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, με την υποχρέωση της μετέπειτα επιστροφής τους. Wikipedia