bn:00051758n
Noun Concept
EL
γειτνίαση  γειτονιά  εγγύτητα  λαιμό του δάσους  τοποθεσία
EL
Τμήμα περιοχής ή περιοχή που βρίσκεται κοντά σε κάποια άλλη Greek Open Multilingual WordNet
English:
settlement
Definitions
Relations
Sources