bn:00051925n
Noun Concept
EL
μακρύ οστό  os longum  μακρά οστά  μακρών οστών
EL
Στα σπονδυλωτά ζώα, ένα μακρύ, κυλινδρικό, περιέχον μεδούλι οστό άκρου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στα σπονδυλωτά ζώα, ένα μακρύ, κυλινδρικό, περιέχον μεδούλι οστό άκρου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations