bn:00052145n
Noun Concept
EL
ποθοπλάνταγμα  έναν ερωτευμένο
EL
(λογοτεχνία) ανεκπλήρωτος ερωτικός πόθος, αναστάτωση σωματική και ψυχική από έξαψη του ερωτικού πάθους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(λογοτεχνία) ανεκπλήρωτος ερωτικός πόθος, αναστάτωση σωματική και ψυχική από έξαψη του ερωτικού πάθους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations