bn:00052565n
Noun Concept
Categories: Πυροβόλα
EL
πολυβόλο  πολυβόλα  πολυβόλων  πυροβολητής μηχανή
EL
Πυροβόλο όπλο, αυτόματο, ταχυβόλο, φορητό,που στηρίζεται συνήθως σε κιλλίβαντα, σε τρίποδα ή σε άλλη βάση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πυροβόλο όπλο, αυτόματο, ταχυβόλο, φορητό,που στηρίζεται συνήθως σε κιλλίβαντα, σε τρίποδα ή σε άλλη βάση Greek Open Multilingual WordNet
Το Πολυβόλο είναι ένα πλήρως αυτόματο προσαρμόσιμο ή φορητό πυροβόλο όπλο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations