bn:00052757n
Noun Concept
EL
μέγεθος  μεγέθους
EL
Ο βαθμός στον οποίο είναι κάτι μεγάλο, οι διαστάσεις ενός σώματος, αντικειμένου κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
English:
mathematics
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο βαθμός στον οποίο είναι κάτι μεγάλο, οι διαστάσεις ενός σώματος, αντικειμένου κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations