bn:00052907n
Noun Concept
Categories: Κοσμητική
EL
καλλυντικά  μακιγιάζ  μέικαπ  μακιγιάρισμα  μεικ-απ
EL
Καλλωπιστική βαφή, καλλυντικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καλλωπιστική βαφή, καλλυντικό Greek Open Multilingual WordNet
Καλλυντικό είναι κάθε ουσία ή παρασκεύασμα που σχεδιάζεται για να έρθει σε επαφή με τα εξωτερικά μέρη του ανθρώπου όπως η επιδερμίδα, τα τριχωτά μέρη του σώματος και της κεφαλής, τα νύχια και τα χείλη. Wikipedia