bn:00053162n
Noun Concept
Categories: Έγχορδα μουσικά όργανα
EL
μαντολίνο  mandolinist  μαντολίνα
EL
Έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερις διπλές χορδές και κυρτό ηχείο, το οποίο παίζεται με πένα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερις διπλές χορδές και κυρτό ηχείο, το οποίο παίζεται με πένα Greek Open Multilingual WordNet
Πρότυπο:Μουσικό Όργανο/Συντήρηση/Λείπει η παράμετρος 'εύρος'Πρότυπο:Μουσικό Όργανο/Συντήρηση/Λείπει η παράμετρος 'δείγματα'Το μαντολίνο είναι έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations