bn:00053338n
Noun Concept
Categories: Μάρμαρα, Λίθος (υλικό)
EL
μάρμαρο  λευκό μάρμαρο
EL
Σκληρό κρυσταλλικό πέτρωμα που χρησιμοποιείται στη γλυπτική και στην οικοδομική Greek Open Multilingual WordNet
English:
rock
Definitions
Relations
Sources
EL
Σκληρό κρυσταλλικό πέτρωμα που χρησιμοποιείται στη γλυπτική και στην οικοδομική Greek Open Multilingual WordNet
Το μάρμαρο είναι πέτρωμα αποτελούμενο από ασβεστίτη ή και από το συνδυασμό των ορυκτών ασβεστίτη και δολομίτη και έχει δημιουργηθεί από την μεταμόρφωση ασβεστόλιθων, δηλαδή ιζηματογενών ανθρακικών πετρωμάτων. Wikipedia
Πέτρωμα Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Translations