bn:00053563n
Noun Concept
Categories: Μαρσιποφόρα
EL
μαρσιποφόρα  Μαρσιποφόρο  Μαρσιπποφόρα  joey  μαρσιποφόρος
EL
Θηλαστικά από τα οποία τα θηλυκά έχουν έναν μεγάλο, δερμάτινο θύλακο στην κοιλιακή χώρα, μέσα στον οποίο μεταφέρονται και θηλάζουν τα νεογνά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Θηλαστικά από τα οποία τα θηλυκά έχουν έναν μεγάλο, δερμάτινο θύλακο στην κοιλιακή χώρα, μέσα στον οποίο μεταφέρονται και θηλάζουν τα νεογνά Greek Open Multilingual WordNet
Μαρσιποφόρα ονομάζεται η ανθυφομοταξία των θηλαστικών που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στα θηλυκά ενός θυλάκου, που λέγεται μάρσιπος. Wikipedia