bn:00053680n
Noun Concept
Categories: Μετρό
EL
μετρό  μέσο μαζικής μεταφοράς  μέσο ταχείας μεταφοράς  υπόγειος σιδηρόδρομος  Μητροπολιτικός Σιδηρόδρομος
EL
Αστικό δημόσιο μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιεί υπόγειες και υπέργειες γραμμές τρένου για μαζική μεταφορά επιβατών Greek Open Multilingual WordNet
English:
version 2
Definitions
Relations
Sources
EL
Αστικό δημόσιο μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιεί υπόγειες και υπέργειες γραμμές τρένου για μαζική μεταφορά επιβατών Greek Open Multilingual WordNet
Το Μετρό ή Μητροπολιτικός Σιδηρόδρομος είναι ένα σιδηροδρομικό σύστημα μαζικής μεταφοράς των μεγαλουπόλεων. Wikipedia
Σιδηροδρομικό σύστημα μαζικής μεταφοράς των μεγαλουπόλεων Wikidata